- βαλαντίου
- βαλλάντιονbagneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινοποίηση — η (Μ κοινοποίησις) [κοινοποιώ] γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία («η κοινοποίηση τών γάμων») νεοελλ. νομότυπη επίδοση διαδικαστικού ή εξώδικου εγγράφου στο πρόσωπο που αφορά («η κοινοποίηση τής κλήσεως ή τής εξώσεως») μσν. το να καθιστά κανείς… … Dictionary of Greek